Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Ο δρόμος με τις κουτσουπιές, EFSYN, 16 Απριλίου 2024

 

Είδα τη φωτογραφία σε ανάρτηση του Γιαννιώτη φωτογράφου Μιχάλη Βάκαρου. Το θέαμα, οπτική μέθεξη. Ενας δρόμος στεφανωμένος με ολάνθιστες κουτσουπιές. Το δέντρο στην καλή του ώρα. Ο περαστικός που διαβαίνει τον δρόμο έχει την αίσθηση ότι αναβλύζει μέσα από την εικόνα «ανάκουστος κιλαϊδισμός». Διογκώνει τα μάτια του, να χωρέσει όλη την ομορφιά της άνοιξης. Και τότε «η φύσις όλη του γελά και γένεται δική του» (Σολωμός, Πόρφυρας).

Ευτυχώς οι κουτσουπιές ξανάρχισαν τη δουλειά τους. Ενα βαθύ κλάδεμα στέρησε τον δρόμο, για κάποια χρόνια, από τη λιποθυσμένη ομορφιά του, υπενθυμίζει ο φωτογράφος. Φροντίζω να περπατώ τον δρόμο κάθε άνοιξη. Συνειρμικά συνέδεσα την πένθιμη εικόνα των δέντρων με τα λόγια του Αργύρη Χιόνη. «Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν».

Είχα την αίσθηση πως οι κουτσουπιές αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν για την ύβρι που διαπράττεται στον συγκεκριμένο δρόμο. Οδός Δόμπολη, στην πόλη των Ιωαννίνων - παλαιότερα, σχεδόν περιφερειακή οδός. Εκεί που βρήκε απάγκιο το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, λίγο πριν από τη δικτατορία του 1967. Το ίδρυμα που έγινε πνευματική κουτσουπιά, η οποία άνθιζε όλο τον χρόνο. Και νοστίμιζε η πόλη. Και ένιωσε στο κορμί της τη ζωντάνια των «ασεβών» νέων. Που αμφισβήτησαν την εσωστρέφεια της πόλης. Που δεν συμβιβάστηκαν με τη δικτατορία του 1967, την τυραννία του νου, της ψυχής και του σώματος.

Εκεί, δίπλα στις κουτσουπιές, στέκει άψυχο το κουφάρι του κτιρίου που βούιζε όλο τον χρόνο. Ακούγονται ακόμη οι φωνές του Δάκαρη, του Λουκάτου, του Κακριδή, του Παπαθωμόπουλου, του Καψωμένου, όλων εκείνων των δασκάλων που έγιναν κουτσουπιές του δημοκρατικού ήθους. Το κουφάρι του παλιού Πανεπιστημίου θλίβει. Το κτίριο αφέθηκε στη λήθη. Και μαζί μ’ αυτό, εξασθενίζουν οι φωνές των φοιτητών και φοιτητριών. Η ιστορία ενός ιδρύματος που έγινε φακός στα σκοτάδια της εποχής.

Οι κουτσουπιές επέστρεψαν, προσφέροντας τη δύναμη της ομορφιάς τους στην οδό Δόμπολη. Μάλλον, άκουσαν τα δέντρα πως κάτι πάει ν’ αλλάξει. Οι πτυχιούχοι του Πανεπιστημίου ζητάνε πίσω τη μνήμη τους. Το Τμήμα Ιστορίας, οι σημερινοί πανεπιστημιακοί γίνονται η φωνή της τοπικής ιστορίας. Πενήντα χρόνια μετά την τελευταία δίκη των «27» στο στρατοδικείο Ιωαννίνων, γίνεται ημερίδα ενάντια στη λήθη. Σχεδόν πενήντα επτά χρόνια από την πρώτη δίκη των φοιτητών του Πανεπιστημίου, η ιστορία του θα δρασκελίσει το κατώφλι της λήθης: Πόπη Βουτσινά, Νίκος Ράπτης, Λαοκράτης Βάσης, Λάκης Παπαϊωάννου και άλλοι πολλοί/ές.

«Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου». Θυμάμαι τον Σολωμό, καθώς στέκομαι στην παλιά κεντρική είσοδο. Μέσα, ερημιά και θλίψη. Εξω, οι κουτσουπιές μεθάνε τις ελπίδες.

Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

 

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Αγιοζούμι τυροζούμι: μια τυρινή συγχώρεση, EFSYN, 19 Μαρτίου 2024

 

Κυριακή της Τυρινής. Η παράδοση επιτάσσει τυριά νερωμένα και ζυμαρικά. Στην τηλεόραση οι φλέβες του λαιμού της νεαρής δημοσιογράφου τεντωμένες, σαν χορδές σε καλοκουρδισμένο βιολί, έτοιμες να σπάσουν, καθώς αναφέρεται στην πρωταθλητική τάση των τιμών στα είδη της Καθαροδευτέρας.

Στο πικάπ η βελόνα φτάνει στον Γουίλι τον θερμαστή, η φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου άδει την ελεγεία του. «Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη». Η μουσική του Μικρούτσικου ταιριαστή με την ποίηση του Καββαδία, αίνος στη συγχώρεση των αδυναμιών ενός ανθρώπου που έγινε παρανάλωμα των επιλογών του. Η αγάπη δεν δικάζει. Κατανοεί.

Εχουν ειπωθεί πολλά για το ζήτημα της συγχώρεσης: θεολογικά, ψυχολογικά. Ο Λειβαδίτης («Οι τελευταίοι», 1966) στην ποίησή του, κοιτάζοντας πίσω σε όσα έγιναν τον καιρό της συλλογικής και προσωπικής ήττας, υπογραμμίζει, με σχεδόν δοκιμιακό τρόπο, τη «λίγη κατανόηση» που έλειπε όταν χρειαζόταν λόγω ενός τυφλού εγωισμού. Δεν παραλείπει να κάνει λόγο για «μια ηλίθια συγχώρεση, όταν έπρεπε να τους πιάσεις από τον λαιμό».

Στην περίπτωση του Γουίλι η συγχώρεση γίνεται δικαιοδοσία μιας ανώτερης υπερφυσικής δύναμης, που έχει τη δυνατότητα να σβήσει τις αδυναμίες/αμαρτίες των ανθρώπων. Είναι ο ανώτατος κριτής. Αλλάζουν τα δεδομένα στην ποίηση του Λειβαδίτη, στα επίγεια.

Παλαιόθεν, οι άνθρωποι δημιούργησαν τον αποδιοπομπαίο τράγο, στον οποίο φόρτωναν όσα ανάποδα συνέβησαν τον χρόνο που πέρασε. Εδιωχναν τον συντοπίτη τους για άλλους τόπους κι έτσι οι υπόλοιποι είχαν ήσυχη συνείδηση, απαλλαγμένοι από το φορτίο των αμαρτιών.

Κυριακή της Τυρινής πριν από λίγες ημέρες. Κατά τα ειωθότα, οι άνθρωποι προετοιμάζονται για τη Σαρακοστή, την παρατεταμένη περίοδο για εκγύμναση στη διατροφική και ψυχοσυναισθηματική εγκράτεια. Αλαλα τα χείλη μου… Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου…

Κυριακή της Τυρινής. Η οικογένεια συγκεντρωνόταν στο οικογενειακό τραπέζι, συνήθειες που πλέον περιγράφονται στα επετειακά κείμενα των εφημερίδων και στα ρεπορτάζ των τηλεοπτικών σταθμών.

Κυριακή της Τυρινής. Οι νεότεροι συνήθιζαν να υποβάλλουν τα σέβη τους στους μεγαλύτερους, αιτούμενοι τη συγχώρεση. Μήπως ήρθε η ώρα να συνεχιστεί ο ανάποδος κόσμος της Αποκριάς; Να ζητήσουν συγχώρεση οι μεγάλοι από τους μικρούς; Οι γονείς από τα παιδιά τους; Δεν είναι μόνο η καριέρα που νοστιμίζει τη ζωή. Οι ισχυροί της Γης που έχουν πνίξει τον κόσμο στο αίμα; Η Μεσόγειος είναι σπαρμένη με πτώματα. Να ζητήσει η Δικαιοσύνη συγχώρεση από τη δωδεκάχρονη;

Πρώτη μέρα της Σαρακοστής. Η ζωή αγκομαχά, η αισχροκέρδεια αναιδής. Οι μεγάλοι έχουν μυωπία και προβλήματα ακοής στην ανημποριά και τον σπαραγμό. Η Σαρακοστή φαίνεται να εξελίσσεται σε πρώιμη ανάβαση στον Γολγοθά της καθημερινότητας. Η συγχώρεση δεν μπορεί να εξαγοράζεται α λα Τέντζελ.

 

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Εν Βόλω, Αφιερωμένο στον Γιάννη Πασσιά, EFSYN, 12 Μαρτίου 2024

 Ο Βόλος είναι μια πόλη μονίμως ραχατλίδικη. Ακουμπισμένη η πλάτη στο Πήλιο, τρέφεται από τους ψιθύρους της ιστορίας του. Το κεφάλι στον πλάτανο, στην πλατεία της Μακρινίτσας, ακούει ιστορίες που φτάνουν στην αχλή του μύθου. Μολογάνε για τον Κένταυρο και το πουκάμισο του Νέσσου που έγινε σάβανο για τον Ηρακλή που νέρωσε τα αισθήματά του. Τα πόδια της πόλης πλατσουρίζουν στον Παγασητικό.

Βρίσκεται σε μια εύθυμη διάθεση ο Βόλος, έτοιμος να πάρει το πρώτο πλοίο για τις Σποράδες. Η θάλασσα γίνεται φιλοπαίγμων. Νωρίς το απόγευμα τα κύματα ορθώνονται, «έλα να παίξουμε» (Χριστόπουλος, Ροδακιό 2023) μοιάζουν να λένε. Το κάλεσμα απευθύνεται σ’ όσους κάθονται στο τσιμεντένιο τειχίο του πάρκου. Ελάτε να παίξουμε το παιχνίδι της τοπικής ιστορίας. Τα κύματα αποκτούν ανθρώπινη μορφή. Βγαίνει μονοσάνδαλος από τη θάλασσα ο Ιάσονας, να ξαποστάσει από το κουραστικό ταξίδι, να ξεδιψάσει την περιέργειά του. Ακολουθεί ο Σαράτσης και ο Δελμούζος, ευθυτενείς και ευχάριτες, μόλο που ταλαιπωρήθηκαν και δέχθηκαν τα πάρθια βέλη από εκείνους που γίνονται τροχοπέδη στο αγαθό της εκπαίδευσης για όλους τους ανθρώπους.

Οι δύο τους, με βήμα σταθερό, διασχίζουν τον τοίχο του παλιού εργοστασίου, του Παπαστράτου, και θρονιάζονται στα δικά τους αμφιθέατρα. Εκεί που ακούγεται η ανάσα των φοιτητών/τριών για τον δικό τους αγώνα. Για το δικαίωμα στο αγαθό της εκπαίδευσης. Που δικάζονται σε μια ανοιχτή δίκη, σε μια νέα εκδοχή των «Αθεϊκών». Τα γράμματα και η ανθρωπιά πουλιούνται μισοτιμής στα καλάθια των πεζοδρομίων. Από τα εμπορικά καταστήματα. Φυσάει στο μπαστουνάκι. Αναζητώ τα ίχνη από τον Γιάννη Πίκουλα, τότε που μοιραζόμασταν τη θέρμη για ένα Πανεπιστήμιο- θερμοκήπιο της γνώσης. Που θα προσφέρει τον καρπό της επιστήμης σε όποιον τον ζητήσει. Τότε που φανταζόμασταν τον Σαράτση και τον Δελμούζο να έρχονται στην παρέα μας και να ανιστορούν όσα έπαθαν για τις κοινές προσδοκίες.

Το Πανεπιστήμιο βάλλεται πανταχόθεν. Ο ανθρωπισμός ντεμοντέ. Ο Σαράτσης και ο Δελμούζος καθηλωμένοι στα αμφιθέατρά τους. Το Πανεπιστήμιο σε βαθιά κρίση, γίνεται κι αυτό μάρκα στο καζίνο της άμεσης χρηστικότητας. Οδός Δημητριάδος, το σώμα στον αυτόματο πιλότο οδηγεί στο παλιό καπνεργοστάσιο του Σπίρερ. Εκεί που η πόλη αρμάθιαζε τις μνήμες της. Στο Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας. Οι σκιές της Αίγλης Δημόγλου και του Γιάννη Κουτή ξεκουράζονται στο παγκάκι, έτοιμοι να βάλουν πλάτη και από τον κόσμο της άλλης όχθης.

Δεν ξέρω αν η δική μου ψυχή είναι βαριά ή αν μαζώχτηκαν πολλά σύννεφα πάνω από την πόλη τα τελευταία χρόνια· αν η ιστορική μνήμη περονιάζει το παρόν· αν η σκόνη από τα τσιμέντα έχει επικαθίσει στους πόρους της μνήμης και η πόλη έπαθε αμνησία. Βόλος, η πόλη των προσδοκιών. Και του Πηλίου με τους Κενταύρους.


Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

ανάγνωση: Δρολάπι, Ευάγγελος Αυδίκος

ανάγνωση: Δρολάπι, Ευάγγελος Αυδίκος: Είμαστε λαθραίοι στη ζωή. Ξεφύγαμε απ’ τον θάνατο, μας αγνοεί η ζωή. Ο νόμος μάς εντόπισε, είναι σκληρός όταν θέλει. Αλλιώς τον περιμέναμε. ...

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, 57 φεγγάρια, efsyn, 13 Φεβρουαρίου 2024

 

Τι σχέση έχει η τέχνη με τη ζωή; Ενα ερώτημα που επιστρέφει στοχαστικά κάποιες φορές. Αλλοτε με στόμφο. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του εκ Σρι Λάνκα Σέχαν Καρουνατίλακα με τίτλο «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιδα» (Gutenberg), διαπίστωσα, για ακόμη μία φορά, τη δύναμη της πεζογραφίας να μετασχηματίζει τη ζωή σε τέχνη. Αλλά και να χρησιμοποιείται το λογοτεχνικό έργο ως μέσο για κατανόηση όσων συμβαίνουν παγκοσμίως.

Ο Καρουνατίλακα κάνει θέμα του μυθιστορήματός του τη μεταθανάτια προσπάθεια ενός πολεμικού φωτογράφου, ο οποίος απήχθη στη διάρκεια του πολυετούς εμφυλίου πολέμου και δολοφονήθηκε. Αμάρτημά του; Φωτογράφιζε σκηνές βίας και αποτύπωνε πρόσωπα που αιματοκύλησαν τη χώρα. Μέγα αμάρτημα η παρουσία οποιουδήποτε ντοκουμέντου, που γίνεται ομιλούσα πηγή για τους υπεύθυνους. Η εξαφάνιση των πειστηρίων είναι προϋπόθεση για να περιέλθει στη χώρα της λήθης το έγκλημα.

Ο πρωταγωνιστής, ευρισκόμενος στον άλλο κόσμο ή σε κάποιο γραφειοκρατικό γρανάζι, επιχειρεί να μάθει τον λόγο που δολοφονήθηκε. Αλλά και τα ονόματα όσων διέπραξαν τον φόνο. Ο χρόνος τρέχει. Μετά τα εφτά φεγγάρια, χρόνος παραμονής των νεκρών στον ενδιάμεσο χώρο, θα χαθεί το δικαίωμά του να μάθει. Πατέρα, συγχώρεσέ τους, γιατί εγώ δεν θα τους συγχωρήσω ποτέ. Είναι τα λόγια του δολοφονημένου που προτάσσει ο συγγραφέας στην αρχή του πεζογραφήματος.

Κάποια αόρατη δύναμη έκανε, εντός μου, τον αυτόματο συσχετισμό ακούγοντας όσα σπαρακτικά είπε η μητέρα της Μάρθης. Κάθε λέξη της κι ένα καρφί στην καρδιά και τη λήθη που τείνει να γίνει κανονικότητα στη ζωή μας. Με τη συνδρομή των γραφειοκρατικών μηχανισμών, που κινούνται άλλοτε αργά και άλλοτε ανασχετικά στην προσπάθεια να φωτιστεί τι συνέβη στα Τέμπη. Οπου έχασαν τη ζωή τους 57 νέοι άνθρωποι. Οπου δολοφονήθηκε η αξιοπιστία του κράτους.

Ακουσα με συγκλονισμό όσα είπε η Μαρία Καρυστιανού, η φωνή όλων των οικογενειών που θρηνούν τους δικούς τους ανθρώπους. Ακουσα και τους άλλους γονείς στην εκπομπή της Μαρίας Αναστασοπούλου στον «Αντέννα». Δεν πρόκειται να ησυχάσουν αν δεν αποδοθεί δικαιοσύνη. Αν δεν καταδικαστούν 57 φορές ισόβια οι υπεύθυνοι. Οσο ψηλά κι αν βρίσκονται.

Η δύναμη της ψυχής εντυπωσιάζει. Οι γονείς των θυμάτων, οι στενοί συγγενείς μοιάζουν να βγαίνουν από το μυθιστόρημα του Καρουνατίλακα... Αγύριστα κεφάλια. Δικαίωσή τους θα είναι ο εντοπισμός και η τιμωρία όσων φέρουν ευθύνες. Αμετακίνητοι. Το ζητάνε 57 φεγγάρια, που βγαίνουν κάθε βράδυ στον ουρανό. Είναι οι ψυχές των θυμάτων, που γίνονται καρφιά στη λήθη μας. Τα Τέμπη είναι καρφί στη συνείδηση όλων των Ελλήνων. Ζύγι για τον βαθμό αξιοπιστίας των θεσμών στη χώρα. Ολοι θα μετρηθούμε και θα κριθούμε. Αν ο μεγαλορρήμων λόγος των μπαλκονιών και των τηλεοπτικών σταθμών έχει συνέπεια.

Ή εθνικό είναι το ίδιον συμφέρον;

 

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Λου αβεάμου τρ’ μούλου κου κίπρου..., EFSYN, 6 Φεβρουαρίου 2024

             E-m            Print

Φίλος φιλοπαίγμων δεν χάνει την ευκαιρία να εξακοντίζει τα βελάκια του κάθε φορά που χρησιμοποιώ βλάχικες λέξεις στα «ΕφΣύνεια» κείμενά μου της Τρίτης. Κάποιοι άλλοι δυσανασχετούν που χρησιμοποιώ, ενίοτε, βλαχολέξεις και βλαχοφράσεις. Τι τα θέλεις αυτά, έχει πεθάνει η γλώσσα. Μια άλλη ομάδα αντιτείνει: Το κάνεις που το κάνεις, βάλ’ τα στο λατινικό αλφάβητο.

Συχνά αναρωτιέμαι αν τα σχόλια αναδεικνύουν την υποδεέστερη θέση κάποιων γλωσσών στον δημόσιο διάλογο. Ο λόγος, στον ραδιοτηλεοπτικό λόγο, ου μην και ο προφορικός, είναι διάστικτος από αγγλικούρες ή γαλλικούρες, ως τεκμηρίωση της ισχύος των λεγομένων, αλλά και της εδραίας θέσης του ομιλούντος/σας στο διεθνές πεδίο. Ηγουν, παίζει τη γλώσσα στα δάχτυλα.

Οι γλώσσες είναι γέφυρες με άλλους πολιτισμούς. Οποιες κι αν είναι αυτές. Γίνονται το αποθετήριο πολύχρονης λαϊκής θυμοσοφίας. Με λιτό και ποιητικό τρόπο σχολιάζουν. Ο λαϊκός λόγος, σε όλο τον πλανήτη, δεν είναι απλοϊκός και αφελής, όπως κάποιες φορές ισχυρίζονται οι εγγράμματοι. Που τους μπόλιασαν με την άποψη πως η γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων -στην περίπτωσή μας τα βλάχικα- δεν έχει δύναμη.

Τρανό παράδειγμα η παροιμιακή φράση «Λου αβεάμου τρ’ μούλου κου κίπρου», δηλαδή τον είχαμε για μουλάρι με κυπρί. Και συνεχίζει η παροιμία: «...σ’ ν’ λιτί τ ’ρου κου τσόκανου» (...και μας βγήκε γαϊδούρι με τσοκάνι).

Η κυριολεξία είναι η εικόνα του μουλαριού με κυπρί και του γαϊδάρου με τσοκάνι. Πρόκειται για εικόνες γνωστές, τουλάχιστον στους μεγαλύτερους. Οι άνθρωποι της υπαίθρου παίρνουν εικόνες από τη δική τους ζωή. Ομως, δεν σταματούν εκεί. Δίνουν μεταφορική σημασία σ’ αυτό που περιγράφεται.

Αγόρασαν λοιπόν κάποιοι ένα ζώο που πίστευαν ότι ήταν μουλάρι και θα ήταν γερό, να κάνουν τις σκληρές μεταφορές τα παλιά χρόνια. Θα το στόλιζαν με κυπρί και θα το έβαζαν στην κορφή της μετακίνησης από το βουνό στον κάμπο κι αντίστροφα.

Ομως, έπεσαν έξω. Μάπα το καρπούζι, κατά τη λαϊκή φράση. Αποδείχτηκε κατώτερο των δικών τους προσδοκιών. Τους βγήκε γαϊδούρι. Με τσοκάνι, του οποίου ο ήχος δεν είναι καθαρός σαν του κυπριού. Δεν μπορούσαν να είναι περήφανοι γι’ αυτό. Αυτό λεγόταν γενικά για κάτι που αποδείχτηκε κατώτερο όσων περίμεναν. Το χρησιμοποιούσαν για τους γαμπρούς που τους πήραν για νταμάρι. Για νοικοκύρηδες. Κι αποδείχτηκαν ζούφιοι. Αχαΐρευτοι.

Θα μπορούσε η παροιμία αυτή να γίνει το έμβλημα των απογοητεύσεων στην εποχή μας. Από την τραγική διάψευση όσων καλαφατίζονται από τις διαφημίσεις και τα ΜΜΕ. Μεγάλα λόγια και ύφος παγονιού. Που απευθύνονται στο θυμικό και επιδιώκουν τη χειραγώγηση της βούλησης.

Η βλάχικη παροιμία αναδύεται στον δημόσιο λόγο, μειδιώντας περιπαικτικά με την ευκολία που ξεγελιούνται οι άνθρωποι στην εποχή μας.